- σκυφοειδής
- σκῠφο-ειδής, ές,A like a σκύφος, Ath.11.499a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυφοειδής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που μοιάζει με ασπίδα αρχ. αυτός που μοιάζει με σκύφος, με ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + ειδής*] … Dictionary of Greek
σκυφοειδές — σκυφοειδής like a masc/fem voc sg σκυφοειδής like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυφοειδοῦς — σκυφοειδής like a masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)